- υποσυρίττω
- ΜΑ(αττ. τ.) βλ. ὑποσυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποσυρίζω — και αττ. τ. ὑποσυρίττω ΜΑ συρίζω ελαφρά (α. «ὑποσυρίττειν ἐναρμόνιον», Ευστ. β. «ἡ ἀρτηρίη μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + συρίζω «σφυρίζω, παράγω συριστικό ήχο»] … Dictionary of Greek